- αναμάλλιασμα
- το [αναμαλλιάζω]1. ανακάτωμα των μαλλιών2. χνούδιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμάλλιασμα — το, ατος το ανακάτωμα των μαλλιών, το χνούδιασμα υφάσματος ή νήματος: Τι αναμάλλιασμα ειν αυτό, παιδί μου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)